Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν…

10Ιον.07

Με ξύπνησε η βροχή. Είχα ξεχάσει πως εδώ όταν βρέχει η ατμόσφαιρα δεν είναι γκρίζα αλλά κίτρινη. Ένα κίτρινο παλ, σαν τις κουρτίνες στο υπνοδωμάτιό μου στο σπίτι της γιαγιάς. Χθες το βράδυ ζεσταινόμουν, είχα ανοίξει λίγο το παράθυρο. Το πρωί φυσούσε, άκουγα τους μελωδούς στον κήπο. Κάποτε νόμιζα πως μου τραγουδούσαν νεράιδες όταν τους άκουγα…

Έκλεισα τα μάτια. Τώρα ήμουν στο σπίτι της γιαγιάς. Αλλά δεν ήταν το σπίτι της γιαγιάς, ήταν πιο μεγάλο, πολύ πιο μεγάλο. Κι είχα θυμώσει. Με τη γιαγιά και με όλους. Σε ένα σπίτι τόσο μεγάλο γιατί να πρέπει να μοιραστώ την κάμαρά μου; Την καμαρα με το σκαλιστό κρεβάτι και τις κίτρινες κουρτίνες; Με τον μεγάλο καθρέφτη και τις γκαβούρες του Παρισιού στους τοίχους; Και ποιες ήταν αυτές που ζητούσαν μερίδιο στην κάμαρά μου;

Μπήκα θυμωμένη στην κουζίνα για να παραπονεθώ. Καθόσασταν όλοι εκεί. Οι θείοι μου, οι γονείς μου, κι άλλος κόσμος, άνθρωποι που δεν τους ήξερα, ανάμεσά τους κι εσύ. Εσύ τι θέση είχες ανάμεσα στην οικογένειά μου; Βγήκα έξω. Ποτέ δεν αντέχω τον πολύ κόσμο. Αφαιρούμαι, χαζεύοντας τους ξεχνάω ποια είμαι και που πάω…

Έτρεξες πίσω μου. Κρύωνα. Η ατμόσφαιρα ήταν κίτρινη, σκονισμένη. Δεν έβρεχε ακόμα. Κάτι μου είπες. Δε σ’ άκουσα. Περπάτησα προς το δρόμο. Μόλις βγήκα από τον κήπο πέταξα. Όχι πολύ ψηλά. Λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος. Περπατούσα στον αέρα. Πατούσα σταθερά πάνω στην κίτρινη σκόνη.

Με ακολούθησες. Περάσαμε μέσα από περιβόλια με λεμονιές, από γειτονιές όπου τα παιδιά έπαιζαν ρίχνοντας νερό το ένα στο άλλο. Βραχήκαμε αλλά δεν με ένοιαζε. Γελούσα. Ξάπλωσα στο γρασίδι. Ήρθες δίπλα μου. Σε κοίταξα για λίγο. «Πρέπει να πάμε πίσω», μου είπες. «Σε περιμένουν.»

«Όχι ακόμα», ψιθύρισα. Σε τράβηξα από το χέρι. Μπήκαμε στην Αποθήκη. Χρόνια έχω να μπω στην Αποθήκη. Κάποτε ήταν το καταφύγιό μου. Χανόμουν και με ψάχνανε. Έξω άρχισε να βρέχει, άκουγα τους κεραυνούς. Από το παράθυρο έμπαινε ένα φως κίτρινο, μουντό. Και πάλι κάτι μου είπες αλλά δεν άκουσα.

Ήθελα να σε αγγίξω αλλά στεκόσουν μακριά μου. Σε πλησίασα. Για σένα θα έκανα τα πάντα. Ό,τι μου ζητούσες. Εκείνη τη στιγμή ήμουν δική σου. Για πολύ λίγο. Δίπλα σου ένιωθα ασφάλεια. Δε φοβόμουν. Αγαπούσα την καταιγίδα, τη βροχή, το κίτρινο φως.

Δε θυμάμαι πως ξύπνησα. Δεν άκουσα κάτι. Απλά άνοιξα τα μάτια. Η παρουσία σου ήταν έντονη δίπλα μου. Σε ένιωθα ακόμα κοντά μου. Δεν μπορώ όμως να θυμηθώ το πρόσωπό σου. Ποιος είσαι ξένε; Και γιατί μπαίνεις στα όνειρά μου;

(Ο τίτλος είναι στίχος του Γ. Σεφέρη.)



8 Responses to “Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν…”

  1. Αυτό που ζητάει η ψυχή,
    το δείχνει μέσα απ’τα όνειρα…

    Κάποια στιγμή θα της κάνεις το χατήρι!

    Καλημέρα μεγαλειοτάτη! 🙂

  2. Adonie λες; Καλημέρα!

  3. αισθάνομαι πως δεν θα είναι ξένος για πολύ ακόμη…

    καλησπέρα Μεγαλειοτάτη!

  4. Τι όμορφα ονείρατα (μ΄αρέσει η λέξη αυτή) βλέπετε, Μεγαλειοτάτη μου!!!! Μακάρι να βγουν αληθινά ! 🙂

  5. Όμορφα Ρενάτα μου; Συγχυσμένα και θεότρελα είναι ! Σ’ ευχαριστώ πάντως. 🙂

  6. Πω πω ομορφιές, πάθος.. είχε αρκετές μέρες να bloggάρω και τώρα βρήκα την ευκαιρία να σερφάρω στο blog σου.
    Και θα συμφωνήσω πως αυτά που θέλει η ψυχή τα βλέπουμε στα όνειρά μας πολλές φορές.
    Και στο εύχομαι μια μέρα να περάσεις μέσα απο περιβόλια με παιδιά να παίζουν και να βραχείς και να είσαι με κάποιον που πραγματικά θέλεις και ποθείς.
    Αρκετά mesmerizing το ποστάκι..

  7. Σ’ ευχαριστώ…


Αφήστε απάντηση στον/στην QueenElisabeth Ακύρωση απάντησης